- σαρανταριά
- η, Ν(κυρίως σε συνεκφορά με το μια και το καμιά) σύνολο από 40 μονάδες περίπου («ήμασταν καμιά σαρανταριά»).[ΕΤΥΜΟΛ. < σαράντα + κατάλ. -αριά* (πρβλ. πενηντ-αριά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαρανταριά — η περίπου σαράντα: Ήταν καμιά σαρανταριά άτομα συγκεντρωμένα στην πλατεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-αριά — κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Ειδικότερα, από ουσιαστικά σε άρι σχηματίστηκαν θηλ. ουσιαστικά σε ιά (πρβλ. καλαμάρι καλαμαριά, φεγγάρι φεγγαριά, πενηντάρι πενηνταριά), από την οποία αργότερα αποσπάστηκε… … Dictionary of Greek